μεταπωλήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μεταπωλήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταπωλώ
  2. θα μεταπωλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταπωλώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μεταπωλήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταπώληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.