μεταπλαστά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταπλαστά < μεταπλαστός + -ά
Μεταφράσεις
μεταπλαστά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μεταπλαστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεταπλαστός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.