μεταμεσονύκτια

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μεταμεσονύκτια θηλυκό. ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μεταμεσονύκτιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταμεσονύκτιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.