μεσολαβήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μεσολαβήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεσολαβώ
  2. θα μεσολαβήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεσολαβώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μεσολαβήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεσολάβηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.