μερική πρόταση

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μερική πρόταση <  δείτε τις λέξεις μερικός και πρόταση

Πολυλεκτικός όρος

μερική πρόταση

  • (λογική), (Αριστοτέλης) η λογική πρόταση που αποδίδει ιδιότητα σε ένα μέρος ενός είδους αντικειμένων[1]
    «μερικά φρούτα έχουν κόκκινο χρώμα» είναι μερική πρόταση

Αντώνυμα

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.