γενική πρόταση
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
γενική πρόταση
- (λογική), (Αριστοτέλης) η λογική πρόταση που αποδίδει ιδιότητα στο σύνολο (καθολική) ή στο υποσύνολο (μερική), ενός είδους αντικειμένων[1]
Αντώνυμα
Υπερώνυμα
Υπώνυμα
Μεταφράσεις
γενική πρόταση
|
|
Αναφορές
- Λογική: Θεωρία και Πρακτική - Βιβλίο Μαθητή, 1.Σύντομη Ιστορία της Λογικής, 3. Περί Ερμηνείας, σελ. 14, Γ' ΤΑΞΗ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ. Πρόσβαση 2020-02-26
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.