μαυρομάτικα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαυρομάτικα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μαυρομάτης

Ουσιαστικό

μαυρομάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (γενική: των μαυρομάτικων)

  • φασόλια που έχουν μία σκούρα κηλίδα και ανήκουν στην ποικιλία "Bίγνα η ονυχωτή"

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μαυρομάτικα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.