μαλλιοτραβιέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαλλιοτραβιέμαι < μαλλι(ά) + -ο- + τραβιέμαι

Ρήμα

μαλλιοτραβιέμαι

  1. τραβάω τα μαλλιά μου, κυρίως από τεράστια στεναχώρια
  2. έχω έντονη διαφωνία με κάποιον, εμπλέκομαι σε σοβαρό καβγά[1]
    άσε ήσυχο τον άντρα μου γιατί θα μαλλιοτραβηχτούμε

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.