μακρυά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μακρυά < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
μακρυά
- (παρωχημένο) άλλη γραφή του μακριά[1]
- ※ Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω | Μα έτσι εσβύσθη πια … σαν τίποτε δεν απομένει — | γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.
- Κωνσταντίνος Καβάφης, «Μακρυά» (α΄ στροφή).
- ※ Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω | Μα έτσι εσβύσθη πια … σαν τίποτε δεν απομένει — | γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.
Αναφορές
- Δεν θεωρείται ορθή από τον Μπαμπινιώτη· βλ. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.