μακροημερεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μακροημερεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μακροημερεύω
  2. θα μακροημερεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μακροημερεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μακροημερεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακροημέρευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.