μακραίων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μακραίων < αρχαία ελληνική μακραίων

Επίθετο

μακραίων αρσενικό ή θηλυκό (γενική: μακραίωνος)

  • που διαρκεί πολλούς αιώνες
Η Ελλάδα κατά τη μακραίωνα ιστορία της...

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μακραίων < < μακρός + αἰών

Ουσιαστικό

μακραίων αρσενικό ή θηλυκό

  1. που διαρκεί πολύ
  2. ο μακρόβιος άνθρωπος, ο αιωνόβιος ή πάντως εκείνος που έχει καταφέρει να φτάσει σε βαθιά γεράματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.