μακαρόνι κολύμβησης
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση

Κολυμβητής με «μακαρόνι»
Ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
μακαρόνι κολύμβησης ουδέτερο
- κολυμβητικό βοήθημα· μακρόστενο, κυλινδρικό αντικείμενο από εύκαμπτο υλικό, που βοηθά κολυμβητές να επιπλέουν στο νερό (συχνά αποκαλείται απλώς μακαρόνι, εντός του πλαισίου αναφοράς της χρήσης του)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.