μαιανδρικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
μαιανδρικά < μαιανδρικός
Επίρρημα
μαιανδρικά
- όπως ο μαίανδρος, αλλάζοντας συνεχώς πορεία
- ίσως να είναι στη φύση της Ιστορίας να προχωράει αργά, μαιανδρικά, με εντυπωσιακές εξάρσεις και επακόλουθα πισωγυρίσματα (Χ.Α. Χωμενίδης, από άρθρο του σε εφημερίδα)
Μεταφράσεις
μαιανδρικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.