μάγκικο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μάγκικο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μάγκικος
  2. αιτιατική ενικού του μάγκικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.