λύοντα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος μετοχής

λύοντα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λύων
  2. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του λύων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.