λιθοστρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

λιθοστρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιθοστρώνω
  2. θα λιθοστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιθοστρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

λιθοστρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λιθόστρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.