λιγομίλητων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λιγομίλητων

  1. γενική πληθυντικού του λιγομίλητος
  2. γενική πληθυντικού του λιγομίλητη
  3. γενική πληθυντικού του λιγομίλητο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.