λιγομίλητο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λιγομίλητο

  1. αιτιατική ενικού του λιγομίλητος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λιγομίλητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.