λεωφορειακά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λεωφορειακά < λεωφορειακός

Επίρρημα

λεωφορειακά

  1. με λεωφορείο, ή σχετικά με λεωφορειακά μέσα
    ούτε ένα ούτε δύο αλλά δεκαπέντε χρόνια περίμεναν οι κάτοικοι της Άνω Πόλης τα περίφημα μίνι μπας του ΟΑΣΘ, για να συνδεθεί το -λεωφορειακά τυφλό- κάτω και δυτικό τμήμα του οικισμού με το κέντρο της Θεσσαλονίκης (Η Μακεδονία, Λεωφορείο για το Ίγγλις!, 26 Απριλίου 2010)
    τώρα που καταργείται η λειτουργία της γραμμής Χ, τα δύο μέρη της πόλης δεν συνδέονται λεωφορειακά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λεωφορειακά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.