λεξικογραφική μονάδα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λεξικογραφική μονάδα < → δείτε τις λέξεις λεξικογραφικός και μονάδα
Πολυλεκτικός όρος
λεξικογραφική μονάδα
- (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) συνώνυμο του λεκτική μονάδα
Συνώνυμα
- λεκτική μονάδα
- συμβολική οντότητα
- σύμβολο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.