λειτουργικές χρηματοροές

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λειτουργικές χρηματοροές <  δείτε τις λέξεις λειτουργικός και χρηματοροή

Πολυλεκτικός όρος

λειτουργικές χρηματοροές θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)

  • (λογιστική) οι χρηματοροές που προέρχονται από τις κύριες δραστηριότητας μιας οικονομικής μονάδας, όπως οι πωλήσεις εμπορευμάτων από μια εμπορική επιχείρηση ή η παραγωγή προϊόντων από μια βιομηχανική

Συνώνυμα

Συγγενικά

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.