επενδυτικές χρηματοροές

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επενδυτικές χρηματοροές <  δείτε τις λέξεις επενδυτικός και χρηματοροή

Πολυλεκτικός όρος

επενδυτικές χρηματοροές θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)

  • (λογιστική) οι χρηματοροές που προέρχονται από μακροπρόθεσμες επενδύσεις, όπως από αγορά ή εκποίηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, αγορά ή πώληση μετοχών ή ομολογιών, κλπ.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.