λαϊκά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαϊκά < λαϊκός

Επίρρημα

λαϊκά

  1. με λαϊκό τρόπο
    αυτός μιλάει πολύ λαϊκά

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λαϊκά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λαϊκός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.