κ.τ.τ.
Νέα ελληνικά (el)
Συντομομορφή
κ.τ.τ. συντομογραφία
- (καθαρεύουσα, παρωχημένο) καί τά τοιαῦτα
- → δείτε και τη λέξη τοιαῦτα (πληθ. ουδετέρου του τοιοῦτος)
Συνώνυμα
- κ.τ.π. (δημοτική)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.