hunk
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| hunk | hunks |
Ουσιαστικό
hunk (en)
- η κομματάρα, ένα μεγάλο κομμάτι από κάτι, ειδικά φαγητό, που έχει κοπεί από ένα μεγαλύτερο κομμάτι
- ↪ a plate with a hunk of meat - ένα πιάτο με μια κομματάρα κρέας
- (ανεπίσημο) ο γκόμενος, ο κούκλος, ένας άντρας μεγαλόσωμος, δυνατός και σεξουαλικά ελκυστικός
- ↪ What a hunk he is!
- Τι γκόμενος/κούκλος είναι αυτός!
- ↪ What a hunk he is!
Σύνθετα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.