κωδικοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
κωδικοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κωδικοποιώ
- θα κωδικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κωδικοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κωδικοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κωδικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.