κυνηγάρικα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κυνηγάρικα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (κυνηγάρικο) του κυνηγάρης
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (κυνηγάρικο) του κυνηγάρικος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.