κυανοπώγων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κυανοπώγων κυανούς + πώγων

Ουσιαστικό

κυανοπώγων αρσενικό

  1. κάποιος με κυανή γενειάδα
  2. μυθικός ήρωας των Γάλλων που είχε τη μανία να φονεύει τις συζύγους του
  3. συζυγοκτόνος (άνδρας που σκοτώνει γυναίκα)· χαρακτηρισμός ενός ατόμου που φονεύει τις συζύγους του


This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.