κρυστάλλινων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κρυστάλλινων

  1. γενική πληθυντικού του κρυστάλλινος
  2. γενική πληθυντικού του κρυστάλλινη
  3. γενική πληθυντικού του κρυστάλλινο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.