κρυστάλλινο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κρυστάλλινο

  1. αιτιατική ενικού του κρυστάλλινος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κρυστάλλινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.