κρούσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κρούσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρούω
  2. θα κρούσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρούω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κρούσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κρούση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.