κριθάλευρον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κριθάλευρον < αρχαία ελληνική κριθ(ή) + ἄλευρον

Ουσιαστικό

κριθάλευρον ουδέτερο

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις κριθάριν και ἀλεύριν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.