κράτος πρόνοιας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη  κράτος και πρόνοια

Πολυλεκτικός όρος

κράτος πρόνοιας ουδέτερο

  • το κράτος που διαθέτει θεσμούς για την κοινωνική μέριμνα υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων, των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας, των αναπήρων, των παιδιών και των μητέρων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.