κούρασες
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κούρασες
- (λογοτεχνικό) πληθυντικός αριθμός του κούραση
- ※ τί τρωκτικά φόβοι και κούρασες τί σταυραϊτοί λεβέντικων θανάτων (Γιάννης Ρίτσος, ποίημα Το τερατώδες αριστούργημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.