κορυζῶντα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος μετοχής

κορυζῶντα

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του κορυζῶν
      2ος αιώνας κε Λουκιανός, «Ζευς τραγωδός» 15, 9-11 @loebclassics, ed.Dindorf Vol.2@books.google
    «ἐννοῶν ἅμα τοῦ Μνησιθέου τὴν μικρολογίαν, ὃς ἑκκαίδεκα θεοὺς ἑστιῶν ἀλεκτρυόνα μόνον κατέθυσε, γέροντα κἀκεῖνον ἤδη καὶ κορυζῶντα
    λείπει η μετάφραση
    @perseus.tufts.edu κορυξῶντα (f.l.?)
  2. (ουδέτερο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κορυζῶν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.