κονταροκτυπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κονταροκτυπώ < μεσαιωνική ελληνική κονταροκτυπώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κονταροκτυπάω - κονταροκτυπώ | κονταροκτυπούσα | θα κονταροκτυπάω - κονταροκτυπώ | να κονταροκτυπάω - κονταροκτυπώ | κονταροκτυπώντας | |
| β' ενικ. | κονταροκτυπάς | κονταροκτυπούσες | θα κονταροκτυπάς | να κονταροκτυπάς | κονταροκτύπα - κονταροκτύπαγε | |
| γ' ενικ. | κονταροκτυπάει - κονταροκτυπά | κονταροκτυπούσε | θα κονταροκτυπάει - κονταροκτυπά | να κονταροκτυπάει - κονταροκτυπά | ||
| α' πληθ. | κονταροκτυπάμε - κονταροκτυπούμε | κονταροκτυπούσαμε | θα κονταροκτυπάμε - κονταροκτυπούμε | να κονταροκτυπάμε - κονταροκτυπούμε | ||
| β' πληθ. | κονταροκτυπάτε | κονταροκτυπούσατε | θα κονταροκτυπάτε | να κονταροκτυπάτε | κονταροκτυπάτε | |
| γ' πληθ. | κονταροκτυπάν(ε) - κονταροκτυπούν(ε) | κονταροκτυπούσαν(ε) | θα κονταροκτυπάν(ε) - κονταροκτυπούν(ε) | να κονταροκτυπάν(ε) - κονταροκτυπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κονταροκτύπησα | θα κονταροκτυπήσω | να κονταροκτυπήσω | κονταροκτυπήσει | ||
| β' ενικ. | κονταροκτύπησες | θα κονταροκτυπήσεις | να κονταροκτυπήσεις | κονταροκτύπα - κονταροκτύπησε | ||
| γ' ενικ. | κονταροκτύπησε | θα κονταροκτυπήσει | να κονταροκτυπήσει | |||
| α' πληθ. | κονταροκτυπήσαμε | θα κονταροκτυπήσουμε | να κονταροκτυπήσουμε | |||
| β' πληθ. | κονταροκτυπήσατε | θα κονταροκτυπήσετε | να κονταροκτυπήσετε | κονταροκτυπήστε | ||
| γ' πληθ. | κονταροκτύπησαν κονταροκτυπήσαν(ε) |
θα κονταροκτυπήσουν(ε) | να κονταροκτυπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κονταροκτυπήσει | είχα κονταροκτυπήσει | θα έχω κονταροκτυπήσει | να έχω κονταροκτυπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κονταροκτυπήσει | είχες κονταροκτυπήσει | θα έχεις κονταροκτυπήσει | να έχεις κονταροκτυπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κονταροκτυπήσει | είχε κονταροκτυπήσει | θα έχει κονταροκτυπήσει | να έχει κονταροκτυπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κονταροκτυπήσει | είχαμε κονταροκτυπήσει | θα έχουμε κονταροκτυπήσει | να έχουμε κονταροκτυπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κονταροκτυπήσει | είχατε κονταροκτυπήσει | θα έχετε κονταροκτυπήσει | να έχετε κονταροκτυπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κονταροκτυπήσει | είχαν κονταροκτυπήσει | θα έχουν κονταροκτυπήσει | να έχουν κονταροκτυπήσει |
| |
Μεταφράσεις
κονταροκτυπώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.