κομψοεπῆ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κομψοεπῆ
- (ελληνιστική κοινή) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κομψοεπής → δείτε και παράθεμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.