κλισέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλισέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική cliché[1]

Ουσιαστικό

κλισέ ουδέτερο άκλιτο

  1. τυποποιημένη και πολυχρησιμοποιημένη, τετριμμένη έκφραση ή μοτίβο, κοινοτοπία
  2. τυποποιημένο μοφολογικό στυλ
  3. περιχαρακωμένο ιδεοληπτικό στερεότυπο→ δεξιός, αριστερός κ.α.
  4. η ένταξη ενός ατόμου σε συγκεκριμένο πλαίσιο (κατεύθυνση) από εξωτερικά ερεθίσματα, που υφίσταται, όπως, για παράδειγμα, από ΜΜΕ χωρίς ν΄ αποκλίνει αισθητά απ΄ αυτό.
  5. τυποποίηση προγραμματισμού, γραφιστικής και γραφικών τεχνών, αρχιτεκτονικής, φωτογραφίας κτλ. βάση προτύπων είτε για ταχύτερη παραγωγή είτε για λόγους συμβατότητας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.