κλητεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κλητεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλητεύω
  2. θα κλητεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλητεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κλητεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κλήτευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.