κλητεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κλητεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος κλητεύω < αρχαία ελληνική κλητεύω
Ρήμα
κλητεύομαι
- με καλούν ως μάρτυρα στο δικαστήριο
(κλητεύομαι|κλητευόμουν|θα κλητευθώ-θα κλητεύομαι|κλητεύθηκα|έχω κλητευθεί|είχα κλητευθεί|θα έχω κλητευθεί η μετοχή παθ. παρακειμένου είναι κλητευμένος αλλά στην πράξη οι περισσότεροι χρησιμοποιούν την περίφραση "του έχει επιδοθεί κλήτευση" ή "κλητευθείς" στον πληθυντικό "κλητευθέντες", μετοχή αορίστου της καθαρεύουσας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.