κληροδοτήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κληροδοτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κληροδοτώ
  2. θα κληροδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κληροδοτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κληροδοτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κληροδότηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.