κλασματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- κλασματοποίηση
- → δείτε τις λέξεις κλάσμα και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κλασματοποιώ | κλασματοποιούσα | θα κλασματοποιώ | να κλασματοποιώ | κλασματοποιώντας | |
| β' ενικ. | κλασματοποιείς | κλασματοποιούσες | θα κλασματοποιείς | να κλασματοποιείς | (κλασματοποίει) | |
| γ' ενικ. | κλασματοποιεί | κλασματοποιούσε | θα κλασματοποιεί | να κλασματοποιεί | ||
| α' πληθ. | κλασματοποιούμε | κλασματοποιούσαμε | θα κλασματοποιούμε | να κλασματοποιούμε | ||
| β' πληθ. | κλασματοποιείτε | κλασματοποιούσατε | θα κλασματοποιείτε | να κλασματοποιείτε | κλασματοποιείτε | |
| γ' πληθ. | κλασματοποιούν(ε) | κλασματοποιούσαν(ε) | θα κλασματοποιούν(ε) | να κλασματοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κλασματοποίησα | θα κλασματοποιήσω | να κλασματοποιήσω | κλασματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | κλασματοποίησες | θα κλασματοποιήσεις | να κλασματοποιήσεις | κλασματοποίησε | ||
| γ' ενικ. | κλασματοποίησε | θα κλασματοποιήσει | να κλασματοποιήσει | |||
| α' πληθ. | κλασματοποιήσαμε | θα κλασματοποιήσουμε | να κλασματοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | κλασματοποιήσατε | θα κλασματοποιήσετε | να κλασματοποιήσετε | κλασματοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | κλασματοποίησαν κλασματοποιήσαν(ε) |
θα κλασματοποιήσουν(ε) | να κλασματοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κλασματοποιήσει | είχα κλασματοποιήσει | θα έχω κλασματοποιήσει | να έχω κλασματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κλασματοποιήσει | είχες κλασματοποιήσει | θα έχεις κλασματοποιήσει | να έχεις κλασματοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κλασματοποιήσει | είχε κλασματοποιήσει | θα έχει κλασματοποιήσει | να έχει κλασματοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κλασματοποιήσει | είχαμε κλασματοποιήσει | θα έχουμε κλασματοποιήσει | να έχουμε κλασματοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κλασματοποιήσει | είχατε κλασματοποιήσει | θα έχετε κλασματοποιήσει | να έχετε κλασματοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κλασματοποιήσει | είχαν κλασματοποιήσει | θα έχουν κλασματοποιήσει | να έχουν κλασματοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
κλασματοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.