κλίρινγκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κλίρινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική clearing με γραφή ⟨ng⟩ > ⟨νγκ⟩ για έμφαση στην προφορά του [ŋ] [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkli.ɾiŋɡ/ & /ˈkli.ɾiŋ/
Ουσιαστικό
κλίρινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) οικονομικό σύστημα μεταξύ κρατών σύμφωνα με το οποίο δημιουργούνται χρεωπιστωτικές συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων των δύο κρατών και την ευθύνη πληρωμής των τοπικών επιχειρήσεων αναλλαμβάνουν οι κρατικές τράπεζες, έτσι ώστε να μεταβιβάζονται σε κάθε εκκαθαριστική περίοδο μόνο οι διαφορές και να μειώνεται η μετακίνηση συναλλάγματος,
Συνώνυμα
Αναφορές
- κλίριγκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.