κηδεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κηδεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κηδεύω
  2. θα κηδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κηδεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κηδεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κήδευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.