κεφαλαιοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κεφαλαιοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεφαλαιοποιώ
  2. θα κεφαλαιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεφαλαιοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κεφαλαιοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κεφαλαιοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.