κεφαλαιοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
κεφαλαιοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεφαλαιοποιώ
- θα κεφαλαιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεφαλαιοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κεφαλαιοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κεφαλαιοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.