καυτηριασμένες
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
καυτηριασμένες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καυτηριασμένη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.