κατηγοριοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κατηγοριοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατηγοριοποιώ
  2. θα κατηγοριοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατηγοριοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κατηγοριοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατηγοριοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.