καταψύξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

καταψύξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταψύχω
  2. θα καταψύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταψύχω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

καταψύξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάψυξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.