καταχαίρομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταχαίρομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

καταχαίρομαι

  • νιώθω έντονη χαρά για κάτι
    πήρα μήνυμα από μια παλιά μου φίλη, πρώτη επαφή μετά από δέκα χρόνια, και καταχάρηκα
  • απολαμβάνω κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό
    καταχάρηκα κάθε μέρα, κάθε ώρα της συνεργασίας μας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.