καταφρόνεση

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

καταφρόνεση < μεσαιωνική ελληνική καταφρόνεση < καταφρόνηση κατά το νέο συνοπτικό θέμα φρονε-[1] < αρχαία ελληνική καταφρόνησις. Δείτε και καταφρόνηση

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈfɾo.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταφρόνεση

Ουσιαστικό

καταφρόνεση θηλυκό

Συγγενικά

θέμα φρονε-

  • καταφρονετός

θέμα φρονη-

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.